πάφλασμα

πάφλασμα
το
βλ. παφλασμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… …   Dictionary of Greek

  • παφλασμάτων — πάφλασμα boiling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλάσματα — πάφλασμα boiling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] …   Dictionary of Greek

  • παφλασμός — ο, ΝΜ [παφλάζω] 1. το πάφλασμα 2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός τού στομάχου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”